(ἄγω)
A import timber, D.19.114.
[Seite 280] Holz führen, herbeischaffen, Dem. 19, 114.
ξῠληγέω: (ἄγω) φέρω, μεταφέρω ξύλα, Δημ. 376. 2
-ῶ :transporter du bois.Étymologie: *ξυληγός de ξύλον, ἄγω.
ξῠληγέω: (ἄγω), μέλ. -ήσω, μεταφέρω, κουβαλώ ξύλα, σε Δημ.