νυκτερευτικός

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for hunting by night, κύνες X.Mem.3.11.8.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερευτικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος πρὸς τὴν διὰ νυκτὸς θήραν, κύων Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser la nuit.
Étymologie: νυκτερεύω.

Greek Monolingual

νυκτερευτικός, -ή, -όν (Α) νυκτερεύω
κατάλληλος για νυχτερινό κυνήγι («νυκτερευτικοὶ κύνες, Ξεν.).

Greek Monotonic

νυκτερευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος για κυνήγι τη νύχτα, σε Ξεν.