πᾶμα

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό, (πάομαι)

   A property, Schwyzer657.39 (Tegea, iv B. C.), Theoc.Syrinx 12 (v.l. πῆμα): mostly pl., πατρῷα καὶ ματρῷα π. Schwyzer l. c. 6, cf. 27, Besant.Ara5, AJP26.463 (Argos); of cattle, SIG527.89 (Dreros, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 453] τό, Besitzthum, Eigenthum, nach Schol. Il. 4, 433 dorisch; Theocr. syr. 12; Dosiad. ar. (XV, 25).

Greek (Liddell-Scott)

πᾶμα: τό, (πάομαι) κτῆμα, Θεοκρίτου Σῦριγξ 12 ἐν Ἀνθ. Π. 15. 25, 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bien, possession.
Étymologie: πάομαι.

Greek Monolingual

πᾱμα, -ατος, τὸ (Α)
κτήμα, περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ενεστ. πάομαι «αποκτώ» (βλ. λ. πάομαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. κτῶμαι, κτῆμα)].

Greek Monotonic

πᾶμα: -ατος, τό (πάομαι), κτήμα, σε Ανθ.