πάνοιζυς

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

υ, gen. υος,

   A all-unhappy, ἑστία A.Ch.49 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνοιζυς: υ, γεν. -υος, ὅλως δυστυχής, πανάθλιος, Αἰσχύλ. Χο. 49.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
tout à fait infortuné.
Étymologie: πᾶν, ὀϊζύς.

Greek Monolingual

-υ, Α
πάρα πολύ δυστυχής, αθλιότατος, δυστυχέστατος («ἰὼ πάνοιζυς ἑστία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀϊζύς «αθλιότητα, δυστυχία»].

Greek Monotonic

πάνοιζυς: -υ, γεν. -υος, εντελώς δυστυχισμένος, σε Αισχύλ.