πανάθλιος
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
α, ον, all-wretched, A.Ch.695, S.OC1110, E.Hec.658, Timocl. 25: in late Prose, Ph.1.542.
German (Pape)
[Seite 456] α, ον, ganz elend, sehr unglücklich; Aesch. Spt. 953 Ch. 684; Soph. Phil. 1015 O. C. 1112; Eur. Andr. 67; Ar. Thesm. 1107; auch in späterer Prosa, Philo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait malheureux, accablé d'infortunes.
Étymologie: πᾶν, ἄθλιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάθλιος -α -ον [πᾶς, ἄθλιος] diep ongelukkig, totaal ongelukkig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάθλιος: глубоко несчастный Trag., Arph.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α πανάθλιος, -ία, -ον)
ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος
νεοελλ.
πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος.
επίρρ...
παναθλίως (Α)
με μεγάλη δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄθλιος.
Greek Monotonic
πᾰνάθλιος: -α, -ον, εντελώς άθλιος, σε Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάθλιος: -α, -ον, ὅλως ἄθλιος, Αἰσχύλου Χο. 697, Σοφ. Ο. Κ. 1110, Εὐρ. Ἑκάβ. 658.
Middle Liddell
πᾰν-άθλιος, η, ον
all-wretched, Trag.