παραχώρησις

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A retiring. Str.10.2.12 (pl.) ; recession, Procl.Hyp.5.110.    2 c. gen., retiring from, giving up, surrender, BGU1127.13 (i B.C.) ; δανείου ib.1171.12 (i B.C.) ; of a holding of land, surrender, λαβεῖν κατὰ -χώρησιν PPetr.3p.40 (iii B.C.), cf. PTeb.30.12 (ii B. C.) : generally, cession, withdrawalfrom, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς, D.S.13.43, Plu.Cat.Mi.58 ; ἡγεμονίας D.H.4.27 ; π. ἄλλων ἄλλοις surrender of one point to one, another to another, Arr.Epict. 3.24.10.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, das Nachgeben; ὑπὲρ ἡγεμονίας, D. Hal. 4, 27; τῆς ἀμφισβητουμένης χώρας, das Weichen daraus, das Ueberlassen desselben, D. Sic. 13, 43; τῆς ἀρχῆς, Plut. Cat. min. 58.

Greek (Liddell-Scott)

παραχώρησις: ἡ, ὑποχώρησις, Πτολεμ. 2) μετὰ γεν., τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι ἀπό τινος, τῆς χώρας, τῆς ἀρχῆς Διόδ. 13. 43, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 58, πρβλ. Διον. Ἁλ. 4. 27· ἀνάγκη περίοδόν τινα εἶναι καὶ παραχώρησιν ἄλλων ἄλλοις, καὶ τὰ μὲν διαλύεσθαι τὰ δ᾿ ἐπιγίνεσθαι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se retirer ; cession, abandon.
Étymologie: παραχωρέω.

Greek Monotonic

παραχώρησις: ἡ, υποχώρηση· με γεν., αποχώρηση από, τῆς ἀρχῆς, σε Πλούτ.