αποχώρηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM ἀποχώρησις)
απομάκρυνση, αναχώρηση
νεοελλ.
1. χωρισμός
2. παραίτηση
αρχ.
1. τόπος καταφυγής ή μέσα ασφάλειας
2. άδειασμα, κένωση
3. έκκριση, έκκριμα, περιττώματα
4. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.
η (AM ἀποχώρησις)
απομάκρυνση, αναχώρηση
νεοελλ.
1. χωρισμός
2. παραίτηση
αρχ.
1. τόπος καταφυγής ή μέσα ασφάλειας
2. άδειασμα, κένωση
3. έκκριση, έκκριμα, περιττώματα
4. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.