παρομαρτέω

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A accompany, Plu.Ant.26, Aret.SA2.2, Jul.Caes.312c, etc.; πρεσβύτῃ χαλεπὰ π. Junc. ap. Stob.4.50.85; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία π. Luc. Tim.55, cf. Im.9, Porph.Abst.2.49, CPHerm. 6.15 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 526] begleiten, von den VLL. παρακολουθέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.

Greek (Liddell-Scott)

παρομαρτέω: συνοδεύω, παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner, escorter, τινι.
Étymologie: παρά, ὁμαρτέω.

Greek Monotonic

παρομαρτέω: μέλ. -ήσω, συντροφεύω, σε Πλούτ., Λουκ.