Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συντροφεύω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

Ν σύντροφος
1. κάνω συντροφιά ή συνοδεύω κάποιον (α. «του ζήτησα να μέ συντροφέψει στο διάβασμα» β. «θα μέ συντροφέψει στο ταξίδι»)
2. (αμτβ.) συνεταιρίζομαι.