περίμεστος

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A full all round, quite full of, τινος X.Smp.2.11, Plu. Caes.5.

German (Pape)

[Seite 583] rings um, sehr voll; Xen. Conv. 2, 11; τινός, Plut. Caes. 6.

Greek (Liddell-Scott)

περίμεστος: -ον, μεστὸς πανταχόθεν, κατάμεστος, ἐντελῶς πλήρης, τινὸς Ξεν. Συμπ. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entièrement plein de, gén..
Étymologie: περί, μεστός.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος από παντού, κατάμεστοςκύκλος περίμεστος ξιφῶν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μεστός «πλήρης»].

Greek Monotonic

περίμεστος: -ον, γεμάτος από παντού, αρκετά γεμάτος, τινός, σε Ξεν.