πεζέμπορος

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A trafficking by land, Str.16.3.3.

German (Pape)

[Seite 542] zu Lande handelnd, Strab. XVI.

Greek (Liddell-Scott)

πεζέμπορος: -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ἐμπορευόμενος, Στράβ. 766.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait le commerce par terre.
Étymologie: πεζός, ἔμπορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εμπορεύεται στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ἔμπορος.

Greek Monotonic

πεζέμπορος: -ον, έμπορος που διέρχεται την ξηρά, σε Στράβ.