πλεῖος

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

πλειότερος,

   A v. πλέως.

German (Pape)

[Seite 628] ion. u. ep. statt πλέος, voll; bei Hom. u. Hes. die gew. Form. S. πλέος.

Greek (Liddell-Scott)

πλεῖος: πλειότερος, ἴδε ἐν λ. πλέως.

French (Bailly abrégé)

v. πλέος.

English (Autenrieth)

comp. πλειότερος: full.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
(επικ. τ.) βλ. πλέως.

Greek Monotonic

πλεῖος: πλειότερος, βλ. πλέως.