ποσαπλάσιος
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον,
A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b. 2 c.gen., what multiple of . .? ib.84e.
German (Pape)
[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.
Greek (Liddell-Scott)
ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθα ἡ ἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πεντα-πλάσιος, εκατοντα-πλάσιος)].
Greek Monotonic
ποσαπλάσιος: -α, -ον·
1. πόσες φορές πολλαπλάσιος; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.
2. με γεν., ποιο πολλαπλάσιο του...; στον ίδ.