προεκπλέω
English (LSJ)
A sail out before, Plu.Arist.23, Nic.20.
German (Pape)
[Seite 719] (s. πλέω), vorher zu Schiffe auslaufen, Plut. Nic. 20.
Greek (Liddell-Scott)
προεκπλέω: ἐκπλέω πρότερον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 23, Νικ. 20.
French (Bailly abrégé)
sortir du port auparavant ou le premier.
Étymologie: πρό, ἐκπλέω.
Greek Monolingual
ΜΑ
εκπλέω, αποπλέω προηγουμένως.
Greek Monotonic
προεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, πλέω προς τα έξω από πριν, σε Πλούτ.