προσθιγγάνω

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

fut. -θίξομαι,

   A touch, τινος S.Ph.9, E.IA339 (troch.); εἰ δὲ τῶνδε προσθίξῃ χερί with the hand, Id.Heracl.652: abs., προσθιγών by his touch, A.Ch.1059, cf. S.Ph.817, Philum.Ven.36.3.

German (Pape)

[Seite 766] (s. θιγγάνω), anrühren, berühren; c. gen., Λοξίου δὲ προσθιγών, Aesch. Ch. 1055; ἀπό μ' ὀλεῖς ἢν προσθίγῃς, Soph. Phil. 806; οὔτε λοιβῆς ἧμιν οὔτε θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν, 9; μή σου προσθίγω γενειάδος, Eur. Hec. 344; εἰ τῶνδε προσθίξεις χερί, Heracl. 652; und praes., I. A. 339.

Greek (Liddell-Scott)

προσθιγγάνω: μέλλ. -ίξομαι, ἐγγίζω, ψαύω, τινος Σοφ. Φιλ. 9, Εὐρ. Ι. Α. 339· εἰ δὲ τῶνδε προσθίξει (κοινῶν -εις) χερί, τῇ χειρί, Εὐρ. Ἡρακλ. 652, ἔνθα ἴδε Elmsl.· ἀπολ., προσθιγών, Αἰσχύλ. Χο. 1059, πρβλ. Σοφ. Φ. 917.

French (Bailly abrégé)

f. προσθίξομαι, ao.2 προσέθιγον;
toucher à, gén..
Étymologie: πρός, θιγγάνω.

Greek Monolingual

Α
αγγίζω, ψαύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θιγγάνω «αγγίζω»].

Greek Monotonic

προσθιγγάνω: μέλ. -θίξομαι· αόρ. βʹ -έθῐγον, αγγίζω, τινός, σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., προσθιγών, με το άγγιγμά του, σε Αισχύλ.