προσδιαβάλλω
English (LSJ)
A insinuate besides, τὰ ὀρθῶς εἰρημένα π. ἄδικα εἶναι Antipho 3.4.2. 2 bring into greater disfavour, τινα Plu.Alc.28, cf. Fab.7; τινί τινας increase the feeling of . . against, Id.Cor.27; προσδιαβληθῆναι εἴς τι Id.Per.29.
German (Pape)
[Seite 755] (s. βάλλω) noch dazu verleumden; Antiph. 3 δ 2 u. Sp., wie Plut. Cor. 27; εἴς τι, Pericl. 29, u. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαβάλλω: διαβάλλω προσέτι, καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι Ἀντιφῶν 124. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ. 2) συκοφαντῶ προσέτι, τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 28· τοὺς πατρικίους τῷ δήμῳ ὁ αὐτ. ἐν Κοριολ. 27· προσδιαβληθῆναι εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 29.
French (Bailly abrégé)
calomnier ou décrier encore ou en outre : τινά, qqn ; τινά τινι une personne auprès d’une autre ; τινα εἴς τι qqn au sujet de qch ; chercher à rendre plus odieux.
Étymologie: πρός, διαβάλλω.
Greek Monolingual
Α
1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.)
2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαβάλλω «συκοφαντώ»].
Greek Monotonic
προσδιαβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
1. υπονοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
2. συκοφαντώ, στον ίδ.