σιδηρεία
English (LSJ)
ἡ,
A working in iron, X.An.5.5.1.
German (Pape)
[Seite 879] Eisenarbeit, sowohl die bergmännische Gewinnung, als das Bearbeiten und Schmieden des Eisens, Xen. An. 5, 5, 1.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρεία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν σίδηρον, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
extraction du fer.
Étymologie: σιδηρεύω.
Greek Monolingual
ἡ, Α σιδηρεύω
η εξόρυξη και η κατεργασία του σιδήρου.
Greek Monotonic
σῐδηρεία: ἡ (σίδηρος), κατεργασία σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.