στειναύχην

Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ,

   A narrow-necked, Ion. for στεν-, λάγυνος AP 6.248 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 933] ενος, ion. = στεναύχην, enghalsig, von einer Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248).

Greek (Liddell-Scott)

στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, λαιμόν, Ἰων. ἀντὶ στεν-, λάγυνος Ἀνθ. Π. 6. 248.

French (Bailly abrégé)

χενος (ὁ, ἡ)
au col étroit.
Étymologie: στεινός, αὐχήν.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
βλ. στεναύχην.

Greek Monotonic

στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για μπουκάλι, σε Ανθ.