στεναύχην

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεναύχην Medium diacritics: στεναύχην Low diacritics: στεναύχην Capitals: ΣΤΕΝΑΥΧΗΝ
Transliteration A: stenaúchēn Transliteration B: stenauchēn Transliteration C: stenafchin Beta Code: stenau/xhn

English (LSJ)

v. στειναύχην.

German (Pape)

[Seite 935] ενος, enghalsig. – Siehe oben στειναύχην.

Greek (Liddell-Scott)

στεναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, στενόλαιμος, πρβλ. στειν-.

Greek Monolingual

και ιων. τ. στειναύχην, -ενος, ὁ, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + αὐχήν, -ένος].