στεναύχην
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
v. στειναύχην.
German (Pape)
[Seite 935] ενος, enghalsig. – Siehe oben στειναύχην.
Greek (Liddell-Scott)
στεναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, στενόλαιμος, πρβλ. στειν-.
Greek Monolingual
και ιων. τ. στειναύχην, -ενος, ὁ, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός / στεινός + αὐχήν, -ένος].