σιδηρουργεῖον

Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

τό,

   A iron-mine, Str.4.2.2, 5.1.8, 17.2.2.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Eisengrube, Eisenschmiede, Strab. 4, 2, 2 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρουργεῖον: τό, ἐργαστήριον σιδήρου, Στράβ. 191, 214, 821.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier de forgeron.
Étymologie: σιδηρουργός.

Greek Monotonic

σῐδηρουργεῖον: τό (*ἔργω), σιδηρουργείο, τόπος κατεργασίας σιδήρου, σιδεράδικο, σιδηροπωλείο, σε Στράβ.