συναρμοστής

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who fits together, λίθων Luc.Somn.2; σ. ὁ θεός Theo Sm.p.12 H.

German (Pape)

[Seite 1004] ὁ, der Zusammenfügende, Verbindende, – der Gefährte des ἁρμοστής, der den Staat einrichten, eine Verfassung einführen hilft, Luc. Tox. 32 Somn. 2.

Greek (Liddell-Scott)

συναρμοστής: -οῦ, ὁ, ὁ συναρμόζων, λίθον ἐργάτην ἀγαθὸν εἶναι καὶ συναρμοστὴν Λουκ. Ἐνύπν. 2. ΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ συμβουλεύων, συμφιλιώνων, Γρηγ. Ναζ., κλπ. ΙΙΙ. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἁρμοστής, βοηθὸς αὐτοῦ, συγκυβερνήτης, Λουκ. Τόξαρ. 32.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 celui qui ajuste ou arrange;
2 fig. gouverneur adjoint.
Étymologie: συναρμόζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συναρμόζω
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συναρμόζω
αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής
μσν.
μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων
αρχ.
α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης
β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης.

Greek Monotonic

συναρμοστής: -οῦ, ὁ,
I. αυτός που συναρμολογεί, συγκολλά, συνδέει, λίθων, σε Λουκ.
II. συγκυβερνήτης, στον ίδ.