τέκνωσις

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A begetting, bearing, τέκνωσιν ποιεῖσθαι to have children, Th.2.44; γίγνεται ἡ τ. τινός Agathocl.2; τὴν τ. ποιεῖσθαι, of birds, Arist.HA618a26.    II adoption, D.S.4.39.

German (Pape)

[Seite 1083] ἡ, das Kindererzeugen, Gebären, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, = τεκνοῦν, Thuc. 2, 44. – Auch das an Kindesstatt Annehmen, Adoptiren, D. Sic. 4, 39.

Greek (Liddell-Scott)

τέκνωσις: -εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, τίκτειν, τέκνωσιν ποιοῦμαι, τεκνοποιοῦμαι, κτῶμαι τέκνα, Θουκ. 2. 44· γίγνεται ἡ τ. τινος Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 375F· - τὴν τ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 4. ΙΙ. Υἱοθεσία, Διόδ. 4. 39, 67.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
procréation, enfantement : τέκνωσιν ποιεῖσθαι THC mettre des enfants au monde.
Étymologie: τεκνόω.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, Α τεκνῶ
1. απόκτηση τέκνων
2. υιοθεσία.

Greek Monotonic

τέκνωσις: -εως, ἡ, γέννηση, απόκτηση παιδιών, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, έχω παιδιά, αποκτώ τέκνα, σε Θουκ.