τερατωπός
English (LSJ)
όν,
A marvellous-looking, τ. ἰδέσθαι h.Pan.36.
German (Pape)
[Seite 1093] mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτωπός: -όν, ὁ θαυμαστὸς φαινόμενος, τ. ἰδέσθαι Ὁμ. Ὕμν. 18. 36.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d’un aspect merveilleux ou prodigieux.
Étymologie: τέρας, ὤψ.
Greek Monolingual
-όν, Α
(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρ-ωπός].
Greek Monotonic
τερᾰτωπός: -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει θαυμάσιος στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν.