τροχιός

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ά, όν,

   A = τροχόεις, round, φθοΐς AP6.258 (Adaeus).

Greek (Liddell-Scott)

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγύλος, τροχιὰν ἐν κανέω φθοΐδα Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
arrondi.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α τροχός ή τρόχος]
στρογγυλός σαν τη ρόδα.

Greek Monotonic

τροχιός: -ά, -όν, = τροχόεις, στρογγυλός, σε Ανθ.