τροχόεις
τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them
English (LSJ)
τροχόεσσα, τροχόεν, round as a wheel, round, λίμνη Call. Del. 261 (cf. τροχοειδής); κύλιξ AP 11.58 (Maced.); μόλυβδος ib. 6.65 (Paul. Sil.); ἀλφοί Nic. Th. 332, etc.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
en forme de cercle :
1 circulaire;
2 rond.
Étymologie: τροχός.
German (Pape)
εσσα, εν, wie ein Rad rund, gerundet; λίμνη Callim. Del. 261; μόλιβδος, Bleistift, Paul.Sil. 51 (VI.65); Nic. Th. 322, Al. 557.
Russian (Dvoretsky)
τροχόεις: όεσσα, όεν круглый (κύλιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τροχόεις: εσσα, εν, στρογγύλος ὡς τροχός, στρογγύλος, περιφερής, τρ. λίμνη Καλλ. εἰς Δῆλ. 261 (πρβλ. τὸ προηγ.) κύλιξ Ἀνθ. Π. 11. 58· τροχόεις μόλιβδος αὐτόθι 6. 65· ἀλφοὶ Νικ. Θηρ. 332, κλπ.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) στρογγυλός σαν τροχός, κυκλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
τροχόεις: -εσσα, -εν, στρογγυλός σαν τροχός, στρογγυλός, σε Ανθ.