τροχόεις
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
τροχόεσσα, τροχόεν, round as a wheel, round, λίμνη Call. Del. 261 (cf. τροχοειδής); κύλιξ AP 11.58 (Maced.); μόλυβδος ib. 6.65 (Paul. Sil.); ἀλφοί Nic. Th. 332, etc.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
en forme de cercle :
1 circulaire;
2 rond.
Étymologie: τροχός.
German (Pape)
εσσα, εν, wie ein Rad rund, gerundet; λίμνη Callim. Del. 261; μόλιβδος, Bleistift, Paul.Sil. 51 (VI.65); Nic. Th. 322, Al. 557.
Russian (Dvoretsky)
τροχόεις: όεσσα, όεν круглый (κύλιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τροχόεις: εσσα, εν, στρογγύλος ὡς τροχός, στρογγύλος, περιφερής, τρ. λίμνη Καλλ. εἰς Δῆλ. 261 (πρβλ. τὸ προηγ.) κύλιξ Ἀνθ. Π. 11. 58· τροχόεις μόλιβδος αὐτόθι 6. 65· ἀλφοὶ Νικ. Θηρ. 332, κλπ.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) στρογγυλός σαν τροχός, κυκλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
τροχόεις: -εσσα, -εν, στρογγυλός σαν τροχός, στρογγυλός, σε Ανθ.