ὑπένδυμα

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A undergarment, AP6.201 (Marc. Arg.), 292 (Hedyl.).

German (Pape)

[Seite 1187] τό, das Unterkleid; χιτῶνος M. Arg. 20 (VI, 201); Hedyl. 2 (App. 28).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπένδῠμα: τό, ἐσωτερικὸν ἔνδυμα, Ἀνθ. Παλατ. 6. 201.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement de dessous.
Étymologie: ὑπενδύομαι.

Greek Monolingual

-ύματος, τὸ, Α ὑπενδύω
εσωτερικό ένδυμα.

Greek Monotonic

ὑπένδῠμα: -ατος, τό, εσωτερικό ρούχο, ένδυμα, εσώρουχο, σε Ανθ.