A cover up, X.Cyn.5.10; contain, hold, Placit.4.22.2.
ὑποστέγω: κρύπτω, καλύπτω ὑποκάτω, Ξεν. Κυνηγ. 5. 10.
cacher en dessous.Étymologie: ὑπό, στέγω.
Αυποστεγάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στέγω «στεγάζω»].
ὑποστέγω: κρύβω, καλύπτω από κάτω, σε Ξεν.