φύλαξις

Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ,

   A watching, guarding, ὕπνου φυλάξεις S.Fr.432.9, cf. Aq.Is.26.3.    II a security, E.Hel.506 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, Bewachung, Beschützung, Beobachtung; im plur. Soph. frg. 379; ἔχει μοι δισσὰς φυλάξεις Eur. Hel. 513.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαξις: -εως, ἡ φρούρησις, τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· συχν. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. ἀσφάλεια, Εὐρ. Ἑλ. 506.

Spanish

protección

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φύλαξη.

Greek Monotonic

φύλαξις: [ῠ], -εως, ἡ (φυλάσσω), φύλαξη, φρουρά, σε Ευρ.