φιλήνιος

Revision as of 02:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, (ἡνία)

   A accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.

German (Pape)

[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσ-ήνιος].

Greek Monotonic

φῐλήνιος: -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.