νώτισμα

Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ατος, τό, (νωτίζω II)

   A that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.

German (Pape)

[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.

Greek (Liddell-Scott)

νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.

Greek Monolingual

νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.

Greek Monotonic

νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νώτισμα: ατος τό украшение спины (о крыльях Сфинкса) Eur.