τροπιδεῖον
English (LSJ)
τό,
A = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v. l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις.»
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῑα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορ-εῖον)].
Russian (Dvoretsky)
τροπιδεῖον: τό киль: τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι Plat. закладывать кили, т. е. приступать к постройке судов (см. тж. τρόπις 1).