καρίνα

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306

Greek Monolingual

και καρένα, η (Μ καρίνα)
κοινή ονομασία της τρόπιδας του πλοίου, η δοκός που αποτελεί το κατώτατο μέρος του σκελετού του πλοίου, εκτείνεται από την πλώρη ώς την πρύμνη και είναι η βάση πάνω στην οποία ναυπηγείται ολόκληρο το σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carina].