καρίνα

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301

Greek Monolingual

και καρένα, η (Μ καρίνα)
κοινή ονομασία της τρόπιδας του πλοίου, η δοκός που αποτελεί το κατώτατο μέρος του σκελετού του πλοίου, εκτείνεται από την πλώρη ώς την πρύμνη και είναι η βάση πάνω στην οποία ναυπηγείται ολόκληρο το σκάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carina].