ἀγχόνιος

Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

α, ον,

   A fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que sirve para ahorcar, estrangular, βρόχος E.Hel.686, δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Greek Monotonic

ἀγχόνιος: -α, -ον (ἄγχω), κατάλληλος για απαγχονισμό· βρόχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχόνιος: служащий для удушения (βρόχος Eur.).