προβατοκάπηλος

Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[κᾰ], ὁ,

   A sheep-dealer, retailer of sheep, Plu.Per.24, Com.Adesp.62.

German (Pape)

[Seite 711] mit Vieh, bes. mit Schafen handelnd; Schol. Ar. Equ. 762; Plut. Pericl. 24; Poll. 7, 184.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορος, Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. προβατοπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, κάπηλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπορος προβάτων, προβατέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].

Greek Monotonic

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτοκάπηλος: ὁ мелкий торговец скотом Plut.