προβατοπώλης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
προβατοπώλου, ὁ, sheep-dealer, Ar.Eq.132, 138.
German (Pape)
[Seite 711] ὁ, Viehhändler, bes. Schafhändler, Ar. Equ. 132.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, πωλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβατοπώλης -ου, ὁ [πρόβατον, πωλέω] schapenhandelaar.
Russian (Dvoretsky)
προβᾰτοπώλης: ου ὁ торговец овцами, торговец скотом Arph.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πωλητής προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -πώλης].
Greek Monotonic
προβᾰτοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλά πρόβατα, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν πρόβατα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 132. 138. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.