προβατέμπορος
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
Greek (Liddell-Scott)
προβατέμπορος: ὁ, ἔμπορος προβάτων, Θεόδ. Στουδ. σελ. 193Β, πρβλ. προβατοκάπηλος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ, και προβατέμπορας, Ν
έμπορος προβάτων.