προβατέμπορος

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

προβατέμπορος: ὁ, ἔμπορος προβάτων, Θεόδ. Στουδ. σελ. 193Β, πρβλ. προβατοκάπηλος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, και προβατέμπορας, Ν
έμπορος προβάτων.