πελαγικός

Revision as of 06:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ή, όν, = sq.,

   A θεοί Plu.2.685f.

German (Pape)

[Seite 548] das Meer liebend, sich darauf aufhaltend, übh. = Folgdm. Bei Plut. Symp. 5 E. ist v. l. πελασγικοὶ θεοί.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la mer.
Étymologie: πέλαγος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πελαγικός, -ή, -όν, ΝΑ πέλαγος
πελάγιος, πελαγήσιος, του πελάγους
νεοελλ.
φρ. α) «πελαγικά ιζήματα»
γεωλ. αποθέσεις στον πυθμένα της ανοιχτής θάλασσας που αποτελούνται κυρίως από υλικά προερχόμενα από θαλάσσιες οργανικές ή ανόργανες καθιζήσεις, με ελάχιστη παρουσία ή και πλήρη έλλειψη σωματιδίων προερχόμενων από χερσαία διάβρωση
β) «πελαγική ζώνη» — οικολογική υποδιαίρεση που περιλαμβάνει ολόκληρο τον ωκεάνιο υδάτινο όγκο.

Russian (Dvoretsky)

πελᾰγικός: морской (θεοί Plut.).