τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
και πελαήσιος, -α, -οπελάγιος, του πελάγους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].