πελαγήσιος

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

Greek Monolingual

και πελαήσιος, -α, -ο
πελάγιος, του πελάγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος)].