κήρωσις

Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A material of bees-wax, Arist.HA553b28.

German (Pape)

[Seite 1435] ἡ, der Ueberzug von Wachs, Arist. H. A. 5, 22, vgl. κόνισις.

Greek (Liddell-Scott)

κήρωσις: -εως, ἡ, τὸ ὑλικόν, ἡ οὐσία τοῦ κηροῦ τῶν μελισσῶν ἣν συνάγουσιν ἐκ τῶν δακρύων τῶν δένδρων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 5.

Greek Monolingual

κήρωσις, η (Α) κηρώ
1. το υλικό, η ουσία του κεριού τών μελισσών («κήρωσιν δὲ φέρουσιν ἀπὸ τοῡ δακρύου τῶν δένδρων», Αριστοτ.)
2. η επικάλυψη με κερί.

Russian (Dvoretsky)

κήρωσις: εως ἡ пчелиный клей Arst.