κατάτρησις

Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A aperture, mostly pl., Epicur. ap. Placit.2.20.14, Dsc.5.102, Gal.7.728, al., Erot. s.v. σπόγγοι.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, das Durchbohren, Sp.; das Loch, Epicur. bei Plut. plac. phil. 2, 20 E.

Greek (Liddell-Scott)

κατάτρησις: -εως, ἡ, διάτρησις, τὸ διὰ μέσου τρυπᾶν, ὀπή, ἄνοιγμα, γήϊνον πύκνωμα κισηροειδὲς ταῖς κατ. εἶναι τὸν ἥλιον Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 890C· τερηδὼν ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς Γαλην.· αἱ τῶν ῥινῶν κατατρήσεις Θωμ. Μάγιστρ. σ. 784· αἱ τῶν σφηκῶν κατατρήσεις Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
trou.
Étymologie: κατατιτράω.

Russian (Dvoretsky)

κατάτρησις: εως ἡ отверстие, дыра Epicur. ap. Plut.