ἡ, Απολιτική δεινότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ποιΐα (< -ποιός), πρβλ. δραματο-ποιΐα].
πραγμᾰτοποιΐα: ἡ попытка, предприятие Polyb.