πραγματοποιΐα

Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Greek Monolingual

ἡ, Α
πολιτική δεινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -ποιΐα (< -ποιός), πρβλ. δραματο-ποιΐα].

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτοποιΐα: ἡ попытка, предприятие Polyb.