εἰσοπίσω

Revision as of 06:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

[ῐ], Adv.

   A in time to come, hereafter, h.Ven.104, S.Ph.1104 (lyr.), Rhian.66.    II backwards, Opp.C.4.362, Q.S.1.243, al.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοπίσω: ῐ, ἐπίρρ., εἰς τὸ ἑξῆς, ἐν τῷ μέλλοντι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 104, Σοφ. 1105· καὶ διῃρημένως εἰς ὀπίσω, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. εἰσόπιν.
Étymologie: εἰς, ὀπίσω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῐ-]
adv.
1 temp. para el futuro, en lo sucesivo, en adelante ποιεῖ δ' εἰ. θαλερὸν γόνον h.Ven.104, παίδων ζητεῖν εἰ. γενεήν Sol.19.10, cf. S.Ph.1104, Opp.C.4.362.
2 local hacia atrás ὃ δ' ἄρα στενάχων ἀπόρουσεν εἰ. Q.S.1.243.

Greek Monotonic

εἰσοπίσω: [ῐ], επίρρ., στο εξής, εν συνεχεία, στη συνέχεια, εφεξής, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσοπίσω: adv. тж. εἰς ὀπίσω в дальнейшем, впоследствии, впредь HH, Soph., Anth.