προμοιχεύω

Revision as of 06:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A procure a woman by adultery, Ποππαίαν Νέρωνι Plu. Galb.19.

German (Pape)

[Seite 735] eine Frau vorher zum Ehebruch verführen, Luc. Gall. 19.

Greek (Liddell-Scott)

προμοιχεύω: μοιχεύω γυναῖκα πρὸ ἄλλου, τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι, χάριν τοῦ Νέρωνος, ὅπως καὶ αὐτὸς μοιχεύσῃ αὐτὴν κατόπιν, Πλουτ. Γάλβ. 19.

Greek Monolingual

Α μοιχεύω
μοιχεύω γυναίκα πριν από κάποιον άλλο («τὴν Ποππαίαν προμοιχεύσας τῷ Νέρωνι», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

προμοιχεύω: сводничать, сводить (τινά τινι Plut.).