δυσχορήγητος

Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A difficult to stage, Plu.2.712e.

German (Pape)

[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.

Greek Monolingual

δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.

Russian (Dvoretsky)

δυσχορήγητος: (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).