βαρύκομπος

Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
   1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).