συγκατασβέννυμι

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A help to extinguish, τὸν ἄκρατον Plu.2.648b:— Pass., to be extinguished with, c. dat., ib.973d.

German (Pape)

[Seite 965] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, austilgen, τῇ ἀκοῇ συγκατεσβέσθαι τὴν φωνήν, Plut. sol. an. 19

French (Bailly abrégé)

éteindre avec.
Étymologie: σύν, κατασβέννυμι.

Greek Monolingual

ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασβέννυμι «σβήνω εντελώς, καταπνίγω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκατασβέννῡμι: досл. одновременно гасить, перен. ослаблять (τὸν ἄκρατον Plut.): συγκατεσβέσθαι Plut. (о слухе или голосе) одновременно замереть, прекратиться.