ὑπεικτικός

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to yield, yielding, Arist.GC326a14.

German (Pape)

[Seite 1184] nachgiebig (?).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεικτικός: -ή, -όν, ὑποχωρῶν, ἐνδοτικός, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπείκω
ενδοτικός, υποχωρητικός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεικτικός: податливый (τὸ μαλακόν Arst.).