ἀνασχετικός

Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A enduring, patient, Plu.2.31a.

German (Pape)

[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν paciente Plu.2.31a.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.