ανάσχεση
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
η (Α ἀνάσχεσις)
νεοελλ.
αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα
αρχ.
1. ανοχή, εγκαρτέρηση
2. ανέβασμα, άνοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω.
ΠΑΡ. ανασχετικός].