ἐξ
German (Pape)
[Seite 861] praepos., statt ἐκ (w. m. s.), vor Vokalen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξ: Λατ. ex, ὁ πλήρης τύπος τῆς προθ. ἐκ, διαμείνας πρὸ φωνήεντος εἴτε ἐν συντάξει εἴτε ἐν συνθέσει, ὡσαύτως καὶ πρό τινων συμφώνων· οἷον. ἐξ σέθεν Συλλ. Ἐπιγρ. 2292· ἐξ Σμύρνης 3137. 11, 81· ἐξ Ρηνείας 158. 26· ὡσαύτως ἐν τέλει στίχου μετὰ τὴν ἰδίαν πτῶσιν, κακῶν ἐξ Ἰλ. Ξ. 472, πρβλ. Θεόκρ. 22. 30.
French (Bailly abrégé)
v. ἐκ.
Spanish (DGE)
v. ἐκ.
Greek Monotonic
ἐξ: Λατ. ex, τύπος της πρόθ. ἐκ, πριν από φωνήεν και πριν από ορισμένα σύμφωνα, όπως τα ῥ, σ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξ: перед гласным = ἐκ.